συνουσιώσας

συνουσιώσας
συνουσιώσᾱς , συνουσιάζω
keep company with
fut part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
συνουσιώσᾱς , συνουσιάζω
keep company with
fut part act fem gen sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνουσιώ — όω, και άω, ΜΑ [συνουσία] μέσ. συνουσιοῡμαι, όομαι, και σπάν. άομαι 1. ενώνομαι ουσιωδώς με κάποιον («συνουσιοῡται μουσικὴ τῇ ψυχῇ», Αλέξ. Αφρ.) 2. χημ. αναμιγνύομαι μσν. πραγματοποιώ («ἔρως συνουσιώσας τὴν φιλάλληλον σχέσιν», Πισίδ. Γ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”